-
1 опера
опер||аж1. (произведение) τό μελόδραμα, ἡ ὀπερα:комическая \опера ἡ κωμική ὀπερα·2. (помещение) ἡ ὀπερα· ◊ из Другой \операы, не из той \операы разг αὐτό εἶναι ἀλλουνοῦ παπᾶ βαγγέλιο. -
2 опера
-
3 комический
коми́ч||ескийприл κωμικός:\комическийеская о́пера ἡ κωμική ὀπερα, ἡ ὀπερα μπούφ-φα. -
4 опера
η όπερα (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > опера
-
5 театр
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > театр
-
6 оперный
оперныйприл τοῦ μελοδράματος, τής ὀπερας:\оперный театр τό θέατρο ὀπερας, τό θέατρο μελοδράματος, ἡ ὀπερα· \оперный артист ὁ καλλιτέχνης τής ὀπερας, ὁ καλλιτέχνης τοῦ μελοδράματος. -
7 ставить
ставитьнесов1. βάζω, τοποθετώ, θέτω:\ставить в ряд βάζω στή σειρά· \ставить что́-л. на стол βάζω κάτι στό τραπέζι·2. (компресс и т. п.) ἐπιθέτω, βάζω:\ставить кому́-л. банки βάζω κάποιου βεντοῦζες· \ставить термометр βάζω τό θερμόμετρο·3. (пьесу и т. п.) ἀνεβάζω ἔργο:\ставить о́перу ἀνεβάζω ὄπερα·4. (устанавливать) ἀνεγείρω, στήνω:\ставить памятник στήνω μνημείο, στήνω ἄγαλμα, ἀνεγείρω ἀνδριάντα· \ставить телефон βάζω τηλέφωνο·5. (в игре) ποντάρω· ◊ \ставить диагноз κάνω διάγνωση· \ставить условия θέτω ὅρους· \ставить кого-л. во главе́ чего-л. βάζω κάποιον ἐπί κεφαλής· \ставить вопрос θέτω τό ζήτημα· \ставить под вопрос ἀμφισβητώ, θέτω ὑπό ἀμφισβήτησιν \ставить в трудное положение βάζω σέ δύσκολη θέση· \ставить на голосование βάζω σέ ψηφοφορία, θέτω είς ψηφοφορίαν \ставить свою подпись βάζω τήν ὑπογραφή μου· ни в грош не \ставить кого-л. разг δένΛογαριάζω κάποιον (γιά τίποτα)· \ставить все на карту διακυβεύω τά πάντα, τά παίζω ὅλα γιά ὅλα. -
8 театр
театрм в разн. 'знач. τό θέατρο[ν]:оперный \театр ἡ ὅπερα, τό μελόδραμα· Художественный \театр Θέατρο τέχνης· ку́коль-ный \театр τό κουκλοθέατρο· \театр военных действий τό θέατρο των πολεμικών ἐπιχειρήσεων. -
9 опера
[όπιρα] οοσ. Θ. όπερα -
10 опера
[όπιρα] ουσ θ όπερα -
11 опера
-ы θ.μελόδραμα, όπερα. || το θέατρο της όπερας.εκφρ.из другой -ы ή не из той -ы – (αστ. κ. ειρν.) άλλα γι άλλα λέει, -είναι εκτός θέματος.
См. также в других словарях:
όπερα — Σκηνική δράση που βασίζεται σε ένα λιμπρέτο ολόκληρο μελοποιημένο. Αν και έχει κάποια μακρινή σχέση τόσο με τα μεσαιωνικά θρησκευτικά μυστήρια, που παρίσταναν πάθη και θαύματα, όσο και με θεάματα καθαρά κοσμικού περιεχόμενου, όπως μασκαράτες,… … Dictionary of Greek
όπερα — η (λ. ιταλ.) 1. είδος μουσικοθεατρικού έργου, μελόδραμα: Όπερα του Βέρντι. 2. το κτίριο όπου παίζεται η όπερα: Όπερα του Παρισιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Μότσαρτ, Βόλφγκανγκ Αμαντέους — (Wolfgang Amadeus Mozart, Σάλτσμπουργκ 1756 – Βιέννη 1791). Αυστριακός συνθέτης. Άντλησε ένα μεγάλο τμήμα των μουσικών του γνώσεων από τον πατέρα του Λεοπόλδο, ο οποίος προΐστατο της αυλικής ορχήστρας στην Αρχιεπισκοπή του Σάλτσμπουργκ, ενώ ήταν… … Dictionary of Greek
Μπελίνι, Βιντσέντσο — (Vincenzo Bellini, Κατάνη 1801 – Πιτό, Παρίσι 1835). Ιταλός συνθέτης. Από οικογένεια μουσικών, άρχισε να σπουδάζει μουσική από παιδί και το 1812, με υποτροφία του δήμου Κατάνης, πήγε στη Νάπολη να συνεχίσει τις σπουδές του. Εκεί ανέβασε στο ωδείο … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
ρετσιτατίβο — Είδος φωνητικής μουσικής. Είναι η αναπαράσταση σε τραγούδι του τόνου της φωνής και του ρυθμού του λόγου. To ρ. δεν αποτελεί κλειστή μουσική μορφή, που υποτάσσεται στη συντακτική διάρθρωση των κειμένων. (Πηγές του είναι η εκτέλεση από λαϊκούς… … Dictionary of Greek
Μέγερμπερ, Τζάκομο — (Giacomo Meyerbeer, Τάσντορφ, Βερολίνο 1791 – Παρίσι 1864). Γερμανός συνθέτης. Το πραγματικό του όνομα ήταν Γιάκομπ Λίμπμαν Μπερ. Άλλαξε το επίθετό του σε πολύ νεαρή ηλικία, ενώ το μικρό του όνομα (Jacob) μεταβλήθηκε οριστικά στο ιταλικό Τζάκομο… … Dictionary of Greek
Μενότι, Τζιαν Κάρλο — (Gian Carlo Menotti, Καντελιάνο 1911 –). Ιταλοαμερικανός μουσικοσυνθέτης. Άρχισε να συνθέτει τραγούδια υπό την καθοδήγηση της μητέρας του, σε ηλικία επτά ετών και, τέσσερα χρόνια αργότερα, είχε γράψει την πρώτη του όπερα Ο Θάνατος του Πιερότου.… … Dictionary of Greek